Παρασκευή 31 Μαρτίου 2023

Μνημεία - Ελληνικότητα

 

Β. Λάλας

«Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει. Συνεχώς ξεψυχάει»[i]

   Η χώρα μας, εδώ και αρκετές δεκαετίες, διεκδικεί την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα στον τόπο τους, την Ελλάδα. Στο πλευρό της έχει την ελίτ των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης που υποστηρίζουν πως ένα μνημείο της ανθρωπότητας, όπως είναι ο ναός του βράχου της Ακρόπολης των Αθηνών, δε μπορεί και δεν πρέπει να μην είναι «αρτιμελές» και πως τα «ξενιτεμένα» γλυπτά θα πρέπει κάποτε να επιστρέψουν στη γενέθλιά τους γη. Βέβαια, ακούγονται και κάποιες φωνές περί του αντιθέτου πρεσβεύοντας πως η τέχνη δεν έχει μόνιμο τόπο διαμονής, «καλά είναι εκεί που βρίσκονται τα μάρμαρα», πως η Ελλάδα διαφημίζεται -μέσω του βρετανικού μουσείου- στο εξωτερικό, και άλλα τέτοια παρόμοια…

   Κατά πόσο, όμως, η υπόθεση αυτή αφορά αληθινά τον ελληνικό λαό; Πόσοι από τους Έλληνες γνωρίζουν τις πραγματικές διαστάσεις του θέματος, είναι ενημερωμένοι γι’ αυτό κι επηρεάζει, έστω και εις το ελάχιστο, την καθημερινότητά τους; Δυστυχώς, παρ’ ότι δεν είναι λίγοι αυτοί που γνωρίζουν ικανοποιητικά το ζήτημα, πολύ λιγότεροι είναι αυτοί που τους ενδιαφέρει πραγματικά, που νοιάζονται, τους προβληματίζει, τους στενοχωρεί. Για να πούμε και «του στραβού το δίκαιο», την εποχή αυτή ο Έλληνας έχει να σκεφτεί και ν’ αντιμετωπίσει πολύ μεγαλύτερα προβλήματα×προβλήματα που άπτονται της σκληρής του καθημερινότητας, ακόμη και της επιβίωσής του.

   Βέβαια, η οπτική του Έλληνα έναντι των «ελγινείων» εντάσσεται στη γενικότερη στάση του έναντι των καλλιτεχνικών δημιουργημάτων, φυσικά και των σύγχρονων έργων τέχνης. Μια στάση που δεν μας περιποιεί και μεγάλη τιμή. Κι αυτό γιατί, παρ’ ότι «η τέχνη είναι το υψηλότερο μέσο που βοηθά τους ανθρώπους να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον και τίποτε δεν μας ενώνει καλύτερα από μια κοινή καλλιτεχνική συγκίνηση[ii]», οι περισσότεροι αδιαφορούμε τόσο για τα παλαιότερα μνημεία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς όσο και για τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα των σύγχρονων νεοελλήνων δημιουργών. Δεν αποτελούν μέρος της καθημερινότητάς μας, πολλώ  μάλλον δεν βρίσκονται ψηλά στη λίστα των προτεραιοτήτων μας. Η άγνοια και, κυρίως, η έλλειψη παιδείας καθίστανται τροχοπέδη στην ουσιαστική και βιωματική προσέγγισή τους. Δεν είναι λίγοι αυτοί μάλιστα που θεωρούν την ενασχόληση μ’ αυτά οπισθοδρομική εκφράζοντας μια εντελώς ψυχρή τεχνοκρατική και «προοδόπληκτη» αντίληψη. Ας μην παραλείψουμε κι αυτούς που «ελαφρά τη καρδία» βεβηλώνουν τα μνημεία μας εκφράζοντας –υποτίθεται- την αντίδραση και την «επαναστατικότητά» τους στα κακώς κείμενα της ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας.

   Ωστόσο, δεν πρέπει να εξομοιώνονται όλοι οι Έλληνες. Υπάρχουν κι αυτοί που δείχνουν ενδιαφέρον και μάλιστα έντονο. Το θέμα είναι κατά πόσο αυτό είναι πραγματικό. Πόσο αληθινό, όμως, μπορεί να θεωρηθεί το ενδιαφέρον που αντιμετωπίζει τα μνημεία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς ως πόρους χρήματος και διόλου μνήμης; Ως ένα τουριστικό και όχι πολιτιστικό προϊόν ή ως ένα κόσμημα μιας συλλογής ενός συλλέκτη-επενδυτή; Η υποκριτική αυτή στάση είναι χειρότερη από την άγνοια και την αδιαφορία των περισσότερων νεοελλήνων. Υποκριτική, βέβαια, είναι και η στάση αυτών που –θέλεις από τύψεις, θέλεις από ενοχές- νιώθουν «δέος» όταν, για παράδειγμα, στα πλαίσια μιας τουριστικής τους εξόρμησης, βρίσκονται ενώπιον των μνημείων του πολιτιστικού μας παρελθόντος συλλαμβάνοντας με το φωτογραφικό τους φακό μοναδικές στιγμές της ιστορικής μας κληρονομιάς. «Δεν είναι αρκετό», όμως, «να βλέπουμε και να γνωρίζουμε την ομορφιά ενός έργου. Πρέπει να δημιουργεί συναισθήματα και να μας επηρεάζει».[iii]. Απομένουν, τελικά, αυτοί οι λίγοι, οι εμφορούμενοι από αισθητική παιδεία και καλλιέργεια, οι οποίοι και βιώνουν πραγματικά και με πάθος τα πολιτιστικά απομεινάρια του ένδοξου παρελθόντος μας…

Βασίλης Λάλας, φιλόλογος,Νοέμβριος 2017 

Κείμενο 2

Πάντα υπερβολικoί!

   […] Πρέπει να επαινούμε ή να κατακρίνουμε μόνο αυτά που πρέπει, χωρίς γενικεύσεις, που το μόνο που κάνουν είναι να δημιουργούν και ν’ αναπαράγουν στερεότυπες αντιλήψεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η μυθοποίηση του απώτερου ιστορικού μας παρελθόντος (κυρίως της κλασικής εποχής)  από τη μία, και η απαξίωση της σύγχρονης Ελλάδας από την άλλη. Όταν αναφερόμαστε, λοιπόν, στην ιστορία μας, μιλάμε συνήθως με περηφάνια για «τη χώρα που γέννησε τη δημοκρατία και τις αθάνατες αξίες του Ολυμπισμού» ή για τον «πιο γενναίο λαό του κόσμου», ενώ, κάθε φορά που γίνεται λόγος για την εικόνα της σημερινής Ελλάδας, οι περισσότεροι νεοέλληνες την απαξιώνουν κατακεραυνώνοντας τους «ανίκανους και διεφθαρμένους πολιτικούς», τους «τεμπέληδες πολίτες», ισχυριζόμενοι πως ζούμε στη χειρότερη –από άποψη διοίκησης και οργάνωσης κυρίως - χώρα της Ευρώπης.

   Ε, λοιπόν, ούτε στη χειρότερη και πιο διεφθαρμένη χώρα του κόσμου ζούμε, αλλά ούτε και το κέντρο του κόσμου είμαστε. Η αντίληψη πως ο παγκόσμιος πολιτισμός οφείλεται αποκλειστικά στις αξίες του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού –κανείς, βέβαια, δεν αντιλέγει για τη σημασία τους και την καθοριστική συμβολή τους- είναι όχι μόνο υπερβολική αλλά και επιζήμια, αφού μας καθηλώνει οικονομικά, πνευματικά και ηθικά. Δεν μπορεί, άλλωστε, ένα κράτος να οικοδομήσει το παρόν και ν’ ατενίσει με αισιοδοξία το μέλλον επαναπαυόμενο στο ένδοξό του παρελθόν. Το παρελθόν πρέπει να εμπνέει, αλλά να μην αποτελεί τροχοπέδη για ανάπτυξη. Δυστυχώς, πολλές φορές αυτό κάνουμε. Δε λαμβάνουμε υπόψη μας πως καμία άλλη χώρα δε θα σεβαστεί την Ελλάδα, όσο κι αν σέβεται το παρελθόν της, αν δεν έχει να επιδείξει η ίδια και  σύγχρονα επιτεύγματα .

   Και δεν είναι μόνο η νοσηρή και προγονόπληκτη εν πολλοίς προσκόλληση στο παρελθόν που παρακωλύει την πρόοδο της χώρας. Είναι και η καταφρόνηση του παρόντος από εμάς τους ίδιους. Μια  μίζερη και καταθλιπτική στάση, την οποία και ενισχύουν με όλες τους τις δυνάμεις τα ελληνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης με τη γκρίζα παρουσίαση της σύγχρονης πραγματικότητας. 

   Ας σταματήσουμε, λοιπόν, επιτέλους, την άκρατη και άκριτη απαξιωτική στάση έναντι της χώρας μας. Όσοι ακολουθούν, άλλωστε, τη στάση αυτή, μένουν στο περιθώριο της ζωής. Όσοι, όμως, δεν το κάνουν, προοδεύουν. Σ’ αυτές τις δυνάμεις βασίζεται, εξάλλου, η σημερινή Ελλάδα. Σ’ αυτούς, που απεγκλωβισμένοι από τη μοιρολατρία και τη μιζέρια των γύρω τους, εργάζονται,  μορφώνονται, δημιουργούν, καινοτομούν. Ευτυχώς!

Βασίλης Λάλας, φιλόλογος,Ιανουάριος 2020

 

Κείμενο 3

   Γ. Ρίτσος, «Ο τόπος μας»

Ανεβήκαμε πάνω στο λόφο να δούμε τον τόπο μας —

φτωχικά, μετρημένα χωράφια, πέτρες, λιόδεντρα.

Αμπέλια τραβάν κατά τη θάλασσα. Δίπλα στ' αλέτρι

καπνίζει μια μικρή φωτιά. Του παππουλή τα ρούχα

τα σιάξαμε σκιάχτρο για τις κάργιες*. Οι μέρες μας

παίρνουν το δρόμο τους για λίγο ψωμί και μεγάλες λιακάδες.

Κάτω απ' τις λεύκες φέγγει ένα ψάθινο καπέλο.

Ο πετεινός στο φράχτη. Η αγελάδα στο κίτρινο.

Πώς έγινε και μ' ένα πέτρινο χέρι συγυρίσαμε

το σπίτι μας και τη ζωή μας; Πάνω στ' ανώφλια

είναι η καπνιά, χρόνο το χρόνο, απ' τα κεριά του Πάσχα —

μικροί μικροί μαύροι σταυροί που χάραξαν οι πεθαμένοι

γυρίζοντας απ' την Ανάσταση. Πολύ αγαπιέται αυτός ο τόπος

με υπομονή και περηφάνεια. Κάθε νύχτα απ' το ξερό πηγάδι

βγαίνουν τ' αγάλματα προσεχτικά κι ανεβαίνουν στα δέντρα.

 

ΘΕΜΑΤΑ

ΘΕΜΑ Α

Α1. Να παρουσιάσετε συνοπτικά, σε 60-70 λέξεις τις απόψεις του συγγραφέα του κειμένου 1 σχετικά με τη στάση του νεοέλληνα έναντι των μνημείων της πολιτιστικής του κληρονομιάς                                  

Μονάδες 15

ΘΕΜΑ Β

Β1. Με βάση τα κείμενα 1 και 2, να επαληθεύσετε ή να διαψεύσετε τις παρακάτω προτάσεις γράφοντας στο τετράδιό σας δίπλα στο γράμμα που αντιστοιχεί σε κάθε πρόταση τη λέξη Σωστό ή Λάθος

Μονάδες 10

Α. Η στάση των νεοελλήνων έναντι των μνημείων της πολιτιστικής μας κληρονομιάς είναι κοινή (κείμενο 1)

Β. Η πλειοψηφία των Ελλήνων δε νοιάζεται πραγματικά για την επιστροφή των «ελγινείων» (κείμενο 1)

Γ. Η βεβήλωση των μνημείων αποτελεί μια επαναστατική αντίδραση στα «κακώς κείμενα» της ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας (κείμενο 1)

Δ. Η Ελλάδα είναι η καλύτερη χώρα του κόσμου (κείμενο 2)

Ε. Η τυφλή προσκόλληση στο παρελθόν βοηθά στην πρόοδο της χώρας (κείμενο 2)

Β2.α. Να εξηγήσετε ως προς το επικοινωνιακό τους αποτέλεσμα τη λειτουργία των εισαγωγικών στην πρώτη παράγραφο («Πρέπει να… της Ευρώπης») του κειμένου 2 (μονάδες 8)

Β2.β. να αξιολογήσετε

Α. την επικοινωνιακή αποτελεσματικότητα του τίτλου του κειμένου 2 (μον. 3)

Β. να γράψετε έναν δικό σας τίτλο με μεταφορική χρήση της γλώσσας (μον. 4)   (μονάδες 7)  

Μονάδες 15

Β3. Στην τρίτη παράγραφο («Βέβαια… πραγματικότητας») του κειμένου 1 ο συγγραφέας διατυπώνει ένα επιχείρημα. Να παρουσιάσεις την οργάνωσή του. Πόσο πειστικό είναι το επιχείρημά του; Δικαιολογήστε την απάντησή σας      

Μονάδες 15

Εναλλακτικά

Β3. Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο της τελευταίας παραγράφου («Ας σταματήσουμε… Ευτυχώς!») του κειμένου 2 να εξηγήσετε με ποια στάση ζωής, σύμφωνα με τον συγγραφέα, μπορεί να προοδεύσει τόσο ο ίδιος ο Έλληνας όσο και η χώρα του (60-70 λέξεις)                           

Μονάδες 15

ΘΕΜΑ Γ

Γ1. Τι βλέπει και τι σκέφτεται ο ποιητής από το λόφο που βρίσκεται; Να απαντήσετε αξιοποιώντας τρεις (3) διαφορετικούς κειμενικούς δείκτες του ποιήματος.

   Το ποίημα γράφτηκε μερικές δεκαετίες πριν (1967). Αν είχατε τη δυνατότητα σήμερα να βρεθείτε στον ίδιο λόφο, θεωρείτε πως θα βλέπατε κι εσείς τα ίδια πράγματα και γιατί;     (150-200 λέξεις)                            

Μονάδες 15

ΘΕΜΑ Δ

Δ1. Με αφορμή τα κείμενα 1 και 2 καλείστε να τοποθετηθείτε πάνω στα εξής ερωτήματα:

Α. Ποια είναι η σχέση σας με τα μνημεία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και γενικότερα την ελληνική παράδοση;

Β. Πιστεύετε πως ο σεβασμός στην παράδοση μπορεί να οδηγήσει έναν λαό στην πρόοδο; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας.

Είδος κειμένου: Άρθρο

Πομπός: Μαθητής/Μαθήτρια

Μέσο: Εφημερίδα πανελλαδικής κυκλοφορίας

Αποδέκτης: Ευρύ αναγνωστικό κοινό

Όριο λέξεων: 350-400 λέξεις

Μονάδες 30



[i]Δημήτρης Χορν

[ii]Γιώργος Σεφέρης

[iii]Βολταίρος


Αξιοκρατία και στρεβλώσεις

Σ. Γκαρμπούνης Κείμενο 1 Το κείμενο είναι μια κριτική παρουσίαση του βιβλίου «Η τυραννία της αξίας» του Μ. Σαντέλ Εκδόσεις Πόλις. Για το...